Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2013

Και κάπως έτσι άλλαξαν Όλα

   

 Ένας άνθρωπος σηκώθηκε το πρωί, όπως κάθε μέρα, για να πάει στην εργασία του. Η ώρα είχε πάει κιόλας επτά και μισή, ήταν έτοιμος να πάρει το πρωινό του και να φύγει.
   Σε ένα άλλο σπίτι, την ίδια στιγμή, χτυπούσε το ξυπνητήρι στο κομοδίνο ενός ζευγαριού. Ο άντρας αγκάλιασε τρυφερά τη γυναίκα του και της ψιθύρισε καλημέρα.
  Ο άνθρωπος που έπρεπε να φύγει για  τη δουλειά, έφτιαξε τον καφέ και με μηχανικές κινήσεις όπως κάθε πρωί (μια γλυκιά ρουτίνα) κάθισε στη καρέκλα. Πήρε την εφημερίδα μπροστά του και άρχιζε να τη ξεφυλλίζει, ρουφώντας κάθε λίγο από μια γουλιά. Κάθε σελίδα και γουλιά..
  Και η ώρα κυλούσε.. Παρόλο που και οι δύο άνθρωποι νόμιζαν ότι θα είναι μια καθημερινή πανομοιότυπη με τις άλλες μέρα. Η ώρα 7:49..
  Στο σπίτι του ζευγαριού τώρα, η γυναίκα ξυπνούσε τρομαγμένη στάζοντας ιδρώτα και σφίγγοντας τον άντρα της τόσο δυνατά. Του είπε ότι είδε ένα πολύ άσχημο όνειρο, τόσο αληθινό, που κάτι μέσα της φώναζε πως κάτι κακό θα του συμβεί. Του ζήτησε λοιπόν να μη πάει στη δουλειά. Ήταν πραγματικά η πιο φοβισμένη γυναικά που έχει δει στη ζωή του. Δε θα την αγνοούσε, πόσο μάλλον στη κατάσταση της, άλλωστε δεν την είχε ξαναδεί να τρέμει κατ'αυτό το τρόπο. Εντάξει μπορεί να την είχε δει, άλλα ήταν για καλό! 
    Ο χρόνος κυλά και μοιάζει σα τον αρχηγό όλου του κόσμου..

 Ο άντρας σχεδόν είχε τελειώσει τον καφέ και την στιγμή εκείνη χτύπησε το τηλέφωνο. Με κάποιον λογομαχούσε και κουνώντας τα χέρια του απρόσεχτα, έριξε τον λιγοστό καφέ πάνω του και το διαφανές φλιτζάνι στο πάτωμα κάνοντας το δύο χιλιάδες κομματάκια. Έπρεπε να αλλάξει πουκάμισο, γιατί ο λεκές φαινόταν από χιλιόμετρα, αλλά και να μαζέψει τα γυαλιά, μπορεί κάποιος να μη τα έβλεπε και να τραυματιζόταν. Τα μάζεψε λοιπόν και ετοιμάστηκε όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Σαστισμένος, μπήκε στο ασανσέρ και τραβώντας το μανίκι από το πουκάμισο λίγο παραπάνω από ότι έπρεπε, για να δει το ρολόι του, ξήλωσε το κουμπί. Που να πάρει! Η ώρα 8:20.

 Και όλα αυτά την ώρα που το ζευγάρι ξεκουράζεται παίρνοντας πρωινό. Η ώρα πέρασε και τους πήρε ο ύπνος.. Μια ακτίνα του ήλιου έπεσε στα μάτια της αναγκάζοντας την να κουνηθεί για να την αποφύγει. Χαμογέλασε γλυκά και γύρισε να αγκαλιάσει τον αγαπημένος της. Ακούμπησε ένα σημείωμα : "Πήγα να πάρω ένα γαλακτομπούρεκο για τη μέλλουσα μητέρα του παιδιού μου".. Τεντώθηκε και σκέφτηκε ότι είναι η πιο χαρούμενη και τυχερή μέλλουσα μητέρα στον κόσμο.
 Και ναι όπως σε κάθε ιστορία και όπως και εσείς καταλάβατε εδώ έρχεται το τραγικό συμβάν.. Όμως είναι πολύ διαφορετικό για το είδος του και ο σύζυγος δεν πρόκειται να σωθεί. Ούτε η γυναίκα να συνεχίσει τη ζωή της έτσι απλά.. 

 Η γυναίκα καθώς χαλάρωνε τους μυς της άκουσε δυο τετράγωνα από το σπίτι φωνές και ασθενοφόρο. Βγαίνει λοιπόν στο μπαλκόνι, η καρδιά της χτυπούσε τρελά. Τόσο δυνατά που ήταν λες και η ίδια εξέταζε τον εαυτό της με στηθοσκόπιο. Διάφοροι άνθρωποι κρατάνε έντρομοι το στόμα τους και δύο άνδρες του ΕΚΑΒ μεταφέρουν έναν άνθρωπο σκεπασμένο μέσα στο ασθενοφόρο. Ένας άνθρωπος με άσπρο πουκάμισο, μάλλον ο οδηγός που χτύπησε τον πεζό, φαινόταν σα χαμένος και συνεχώς κρατούσε το κεφάλι του, προσπαθούσε με αγωνία να μάθει κάτι.
  Αυτά μπορεί να δει η γυναίκα. Εγώ θα σας φέρω μπροστά στο συμβάν.

 Ο άνθρωπος με το άσπρο πουκάμισο και το ξηλωμένο κουμπί ακολουθούσε το ασθενοφόρο κοιτώντας κάθε λίγο στον καθρέπτη τον άγνωστο εαυτό του. Έπρεπε ο άντρας, που τον είχε χτυπήσει με το αυτοκίνητο καθώς διέσχιζε τον δρόμο, να γίνει καλά. Δε θα μπορούσε να ζήσει με τη σκέψη ότι, έστω και καταλάθος, αφαίρεσε τη ζωή κάποιου.
Φτάνουν στην είσοδο του νοσοκομείου και ο ένας άντρας από το ασθενοφόρο του ανακοινώνει ότι δεν τα κατάφερε.
Αυτό ήταν όλα άλλαξαν για πάντα και τίποτε δε θα είναι πια όπως πριν. Δε ράγισε απλώς κάτι.. έσπασε ένα κομμάτι του εαυτού του. Ο χρόνος έχει παγώσει τώρα και ακούει τον άνδρα από το ΕΚΑΒ να μιλά στο τηλέφωνο..
" Ναι δυστυχώς δεν καταφέραμε να τον κρατήσουμε στη ζωή.. ήταν πολύ βαριά τραυματισμένος.
Κάποιος πρέπει να την ειδοποιήσει. Ναι καταλαβαίνω, είναι δύσκολο. Σε ποιον μήνα είναι; Καλύτερα να υπάρχει και γιατρός κοντά.."
Βαριά τραυματισμένος, γυναίκα, πρέπει να γίνει αναγνώριση..
Ο άντρας άκουγε τις λέξεις και την ίδια ώρα έκαναν κύκλους μέσα στο μυαλό του.. και συνδυαζόταν.. και  μετά πάλι μπερδεμένες. Ήταν απίστευτο. Πραγματικά Τίποτα δεν ήταν τυχαίο... 

Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2013

Η Άννα

 Η Άννα ξύπνησε (ή όπως αλλιώς θα μπορούσε να περιγραφεί αυτή η φυσική ενέργεια) και έκανε ότι συνήθως. Πήγε στην τουαλέτα, έκανε το ίδιο κρύο/ζεστό, το ίδιο της έκανε, μπάνιο και έφαγε το πρωινό της. Το ίδιο βιαστικά ως συνήθως. Πήρε το παλτό της και άνοιξε την πόρτα..

Πίσω της, προσπαθούσε να προλάβει το βήμα της ο Εαυτός της, εκείνο το χαρούμενο και γεμάτο όνειρα κορίτσι που είχε μείνει χρόνια ξεχασμένο. Την είδε να βγαίνει από την είσοδο της πολυκατοικίας και να διασχίζει το γκαράζ για να βγει έξω. Η Άννα σταμάτησε για μια στιγμή και κοίταξε το αυτοκίνητο της. Ο Εαυτός της την παρακολουθούσε και για μια στιγμή σκέφτηκε ότι θα τρέξει ένα δάκρυ, έστω μια αντίδραση που πια δεν οδηγεί το αγαπημένο της παλιό μεταχειρισμένο αμαξάκι σ'αυτή τη ζούγκλα που λέγεται Αθήνα.. Τίποτα, καμία αντίδραση.
Συνέχισε το δρόμο της προς το τραίνο για Αθήνα μέσα στο πλήθος, στους ανθρώπους που έμοιαζαν με αυτή. Χωρίς πρόσωπα, όλοι κινούνταν μηχανικά και τόσο γρήγορα.

Έτρεξε πίσω της και την ακούμπησε στον ώμο, της είπε ότι δεν την αναγνωρίζει. Εκείνη έπεσε πάνω σε έναν νεαρό και ούτε που γύρισε να ζητήσει ένα συγνώμη. Προχωρούσε (σαν) υπνωτισμένη να μη χάσει το τραίνο. Ο Εαυτός την ακολουθούσε τρομάζοντας με όλα αυτά τα αντικείμενα που είχαν χέρια και πόδια.
Μπήκαν στο τραίνο και εκείνη στάθηκε κάπου όρθια αν και υπήρχαν θέσεις να κάτσει κάνοντας τον Εαυτό της που στεκόταν απέναντι της να αναρωτιέται αν έχει καταλάβει ότι υπάρχουν άδειες θέσεις ή στάθηκε εκεί από συνήθεια χωρίς να βλέπει τίποτα άλλο. Περιεργάστηκε το πρόσωπο της.
Τα μάτια της, αν και ήταν 35 χρονών, φαινόταν κουρασμένα και τα χείλη της ακόμα και μετά από το μπάνιο πρησμένα λες και είχε να μιλήσει χρόνια. Φόραγε ένα φόρεμα γραφείου και μαύρες λουστρίνι γόβες και κρατούσε τον χαρτοφύλακα της. Έμοιαζε τόσο ξένη σ'αυτά τα ρούχα, δε της ταίριαζαν καθόλου. Η Άννα κοίταζε έξω..
Το τραίνο περνούσε από τις συνοικίες της Αθήνας. Κτίρια με γκράφιτι μισογκρεμισμένα, παλιά κτίρια εταιριών που αν και φαινόταν παρατημένα είχαν ανοιχτά φώτα, κίνηση και φωνές στους δρόμους, άστεγοι που κοιμόταν σε κάποιο παγκάκι, σκουπίδια. Ο Εαυτός  κοιτούσε μια έξω μια εκείνη.
Η Άννα είχε το ίδιο βλέμμα με το πρωί, με εχθές, με προχθές, με το προηγούμενο μήνα, χρόνο....

Και φτάνει ξανά στη δουλειά. Ο Εαυτός της ακολουθώντας την, ρίχνει ματιές γύρω. Την βλέπει να κάθεται στην καρέκλα μπροστά στον υπολογιστή  και να γράφει στο πληκτρολόγιο μηχανικά.
Όλοι εκεί μέσα αν και έμοιαζαν μεταξύ τους, ρούχα ακριβά και ρολόγια, δεν αντάλλαξαν ούτε ένα βλέμμα. Δεν άρεσε ο ένας στον άλλον μάλλον.. Βασικά πουθενά, ούτε στο δρόμο, ούτε στο τραίνο φάνηκε να δίνει κάποιος σημασία στο συνάνθρωπό του..
Πέρασαν 8 ώρες και η Άννα ξεκίνησε για το σπίτι. Το ίδιο σκηνικό..
Και ξανά πήγε στη δουλειά και γύρισε..και ξανά το ίδιο.
Αυτή ήταν η ιστορία της... Ούτε όνειρα, ούτε αγάπη, ούτε αντίδραση.. Ούτε, ούτε, ούτε...